ἀζώτου

ἀζώτου
ἄζωτος
masc/fem/neut gen sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • αζώτου, κύκλος του- — Ο κ. του α., ο πιο σύνθετος από τους βιογεωχημικούς κύκλους περιλαμβάνει όπως και οι υπόλοιποι κύκλοι, δύο δεξαμενές που επικοινωνούν μεταξύ τους: τη δεξαμενή αποθήκευσης στην οποία αποθηκεύεται το χημικό στοιχείο και τη δεξαμενή ανταλλαγής στην… …   Dictionary of Greek

  • Ἀζώτου — Ἄζωτος masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αζώτου, βιοχημεία του- — Κλάδος της βιοχημείας που μελετά τις ουσίες και τις ενώσεις, στις οποίες το άζωτο συμμετέχει ως βασικό στοιχείο της ζωντανής ύλης …   Dictionary of Greek

  • αέρας — Όρος με πολλές ερμηνείες και χρήσεις. Ο άνεμος που δεν είναι πολύ δυνατός. Τo κλίμα ενός τόπου και μεταφορικά το ψυχολογικό κλίμα. Η εξωτερική εμφάνιση, το ύφος, το παρουσιαστικό. Η τόλμη, η αλαζονεία, η αυθάδεια. Έκφραση της ψυχικής διάθεσης. Η… …   Dictionary of Greek

  • αμμωνία — Ένωση του αζώτου με το υδρογόνο, με τύπο ΝΗ3. Στην ελεύθερη κατάσταση είναι αέριο άχρωμο με οσμή έντονα ερεθιστική και αποπνικτική, πυκνότητα 0,597 (αέρας = 1), κρίσιμης θερμοκρασίας 130°C, κρίσιμης πίεσης 114 ατμ. Μπορεί να υγροποιηθεί σχετικά… …   Dictionary of Greek

  • περιβάλλον — Στη βιολογία, το σύνολο των συνθηκών στις οποίες διαβιούν οι οργανισμοί κατά τη διάρκεια του ζωικού κύκλου τους. Διακρίνουμε εξωτερικό π. (περιβάλλουσες συνθήκες) και εσωτερικό π. (συνθήκες λειτουργιών του οργανισμού). Οι σχέσεις μεταξύ… …   Dictionary of Greek

  • ετεροκυκλικές ενώσεις — Ακόρεστες οργανικές ενώσεις με δομή πενταμελούς ή εξαμελούς δακτυλίου. Το χαρακτηριστικό αυτό των ενώσεων, από το οποίο και προκύπτει η ονομασία τους, είναι η παρουσία μέσα στον δακτύλιο ενός ή περισσότερων ατόμων διαφορετικών από τον άνθρακα που …   Dictionary of Greek

  • Ινιάρο, Λούις — (Louis Ignarro, Νέα Υόρκη 1941 –). Αμερικανός φαρμακολόγος, ιταλικής καταγωγής. Σπούδασε στο πανεπιστήμιο Κολούμπια της Νέας Υόρκης και έκανε τη διδακτορική του διατριβή στο πανεπιστήμιο της Μινεσότα, στη Μινεάπολη των ΗΠΑ. Mαζί με διακεκριμένους …   Dictionary of Greek

  • αέριο — Σώμα σε κατάσταση τέτοια που δεν χαρακτηρίζεται ούτε από το σχήμα ούτε από τον όγκο του και αυτό οφείλεται στη σχεδόν πλήρη ελευθερία κίνησης των συστατικών σωματιδίων του και των σχετικά μεγάλων αποστάσεων μεταξύ τους. Η ύπαρξη χώρου μεταξύ των… …   Dictionary of Greek

  • Ντάλτον, Τζον — (John Dalton, Ίγκλισφιλντ, Κούμπερλαντ 1766 – Μάντσεστερ 1844). Άγγλος φυσικός και χημικός. Γιος υφαντουργού, αναγκάστηκε από πολύ νέος να κερδίζει ο ίδιος τη ζωή του διδάσκοντας σε δημοτικά σχολεία· συγχρόνως όμως μελετούσε φυσική και μαθηματικά …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”